|
η прям., перен. самоослепление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самоослепление? — αυτοτύφλωση как с (ново)греческого переводится слово αυτοτύφλωση? — самоослепление — αμυγμία — γομμαλάστιχα — επακριβής — καπετάνισσα — νίτρο — ξαγοράρης — ποδαγρικός — αποατομικοποιημένος — μοντάζ — λιθόδμητος — κουμπαριά — αφεντικός — νυχτοπέτα — παρουσιάζομαι — τείνω — ώσμωση — τσιμπολόγος — αεροφαγία — κράσις — μονόλογος — αποκλαμός |
|||