Новогреческий словарь
κονδυλοφόρος
κονδυλοφόρ|ος
ο 1)
ручка
(для письма);
2)
журналист
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ручка
? —
κονδυλοφόρος
как на
(ново)греческом
будет слово
журналист
? —
κονδυλοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κονδυλοφόρος
? — ручка, журналист
#
(ново)греческий словарь
—
γαργαλίδι
—
ξέρω
—
χαλκοφόρος
—
ακατάσχετο
—
ακατάφερτος
—
πλούμισμα
—
δυσχερώς
—
απεικόνισμα
—
συνέβγαλμα
—
αμμοδοχείο
—
θηρεύτρια
—
αθήλαστος
—
κρεατοσάνιδα
—
μύγδαλο
—
βαριοκαρδίζω
—
αγγάστρωτος
—
μακαρίτισσα
—
άμαθος
—
ανθοστρώνω
—
χτενίζω
—
μεταλλουργικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,