|
η мед. офтальмоскопия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово офтальмоскопия? — οφθαλμοσκόπηση как с (ново)греческого переводится слово οφθαλμοσκόπηση? — офтальмоскопия — μουτρωμένος — γιώτ — παλαιόθεν — ζωοτεχνία — γαλονάτος — καταστρεπτικός — γεγωνυία — αγριοκερασιά — διάθρεψη — ανηθικότητα — ακουστική — δημοκρατισμός — κορνιζοποιείο — μπογαλάκι — πυελικός — πουτανίζω — δενδροκομία — χαμόγι — καμαριέρα — ορολόγιο — θειαφισμένος |
|||