Новогреческий словарь
ευγενόλη
ευγενόλη
η хим.
эвгенол
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эвгенол
? —
ευγενόλη
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευγενόλη
? — эвгенол
#
(ново)греческий словарь
—
βοσκώ
—
απορροφητικός
—
ξεκάλτσωμα
—
θεόφτωχος
—
ελόγου μου
—
μπουζίκα
—
πυρηνελαιουργείο
—
μοντεράτο
—
περιωρισμένος
—
φούρνα
—
δραματικός
—
αμίσθωτος
—
ωτοσκοπία
—
σύζευγμα
—
αρχιναυπηγός
—
μητρόθεν
—
στραγγαλιστής
—
αδικοπραγία
—
δημιουργία
—
ροδιακός
—
κήρυκας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве