|
το 1) местопребывание; 2) вид на жительство (для иностранцев) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово местопребывание? — διαμονητήριο как на (ново)греческом будет слово вид на жительство? — διαμονητήριο как с (ново)греческого переводится слово διαμονητήριο? — местопребывание, вид на жительство — πούρο — οργανίδιο — συλλαβόγραμμα — μπουκίτσα — δεκανέας — μεσοχώρα — αχάραγα — μικροτηλέφωνο — ασύναρθρος — κομπορρημοσύνη — ντάμπινγκ — απηλογάμαι — πρωτοσύστατος — ευρεσιτέχνης — σκωπτικότητα — ουτιδανότης — ξεσκούφωτος — δονητής — ξανθωπός — εκλευκαίνω — βρυάζω |
|||