Новогреческий словарь
τσέκ
τσέκ
το
чек
(банковский и кассовый)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чек
? —
τσέκ
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσέκ
? — чек
#
(ново)греческий словарь
—
υδρολύσιμος
—
προκαταβολικά
—
γυμναστική
—
βουλιάζω
—
σακχαρόπηκτον
—
επιχωματίζω
—
άργεμον
—
κουφόνους
—
αυτόδικος
—
αναδιατάσσω
—
μαγκατζής
—
βιντεοταινία
—
αγκυροβόλημα
—
διχοτομικός
—
χειλεανάγνωση
—
φρένο
—
λιθολόγος
—
βιολέττα
—
κομμωτήριο
—
πυρηνοκίνητος
—
αστειότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве