|
спорный; сомнительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спорный? — αμφισβητήσιμος как на (ново)греческом будет слово сомнительный? — αμφισβητήσιμος как с (ново)греческого переводится слово αμφισβητήσιμος? — спорный, сомнительный — υποθερμαίνω — μάργαρο — αδειανός — μεσαιωνισμός — κωλομπινές — λιπογονία — διμηνίτης — λεοντόκαρδος — φλογόφθαλμος — ευγλωττία — τσινώ — μαυρομούστακος — αλληλοσφάζομαι — αφλεγής — φθισίατρος — πλήγωμα — αρχαιοδίφης — μπουλονάρω — γουρλίζω — αδιαγούμιστος — ταλαντευόμενος |
|||