|
перен. полный; ~ σοφίας (ενθουσιασμού) — [phrase]он полон мудрости [/phrase] (энтузиазма) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полный? — έμπλεος как с (ново)греческого переводится слово έμπλεος? — полный — καταχωρώ — αυγολόγος — εξορμίζω — πόμολο — κίρρωση — ρισκάρω — επιβλαβής — κυνηγάω — συσσιτιάρχης — εργατιά — ανεπιστημονικώς — απύθμενος — λησμονιάρης — χιονοσκέπαστος — καδής — εξημερώσιμος — σπονδυλοαρθρίτιδα — ξαπολνάω — πρεσβυτέρα — αφραγκία — βιτριολικός |
|||