|
бездетный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бездетный? — άτεκνος как с (ново)греческого переводится слово άτεκνος? — бездетный — άφωνος — ξηροκέφαλος — λεβητοποιός — κατανάλωση — παρασκηνιακά — υαλοτεχνικός — απρόκλητα — μεταλλογράφος — δραχτύλι — προσαγωγή — αψυχοπονεσιά — αλεξίφωτον — κυβέρνηση — άταφος — ταβανώνω — μωρολόγος — κοκκίαση — ρωμαίϊκα — γεννολογιά — δυσμενής — σαλιγγάρι |
|||