|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαδαρίζω? — — λυτός — οδηγικός — λαυριώτισσα — ριπίζω — στεφανώνομαι — εριώδης — αναδρομικότητα — νομισματοκοπείο — τσαγκάρικο — εσβεσα — μαλακούλης — διαμαρτύρηση — μελισσόπουλο — αλαζονεύομαι — βάβουλας — ξασπρίζω — αλατωρυχία — διττόκλιτος — τρενάκι — γλοκολαλώ — αποστασιοποιούμαι |
|||