Новогреческий словарь
θεόκλειστος
θεόκλειστ|ος
накрепко закрытый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
накрепко закрытый
? —
θεόκλειστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεόκλειστος
? — накрепко закрытый
#
(ново)греческий словарь
—
ματικάπι
—
εφτάτομος
—
αφορεσμός
—
παρατιμονιά
—
απεράτης
—
ξερό
—
αγελαδάρισσα
—
άβαθος
—
φραγμένος
—
γενιά
—
ξεκλωσσώ
—
αρματοδρομίες
—
αυθόρμητο
—
Γύφτος
—
αγλύτωτος
—
παγκοσμιοποίηση
—
μπάριζα
—
προαποστέλλω
—
παρλαπίπα
—
ποικιλόμορφος
—
αθεΐα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве