|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πετρελαιοπαραγωγός? — — τέλειος — διφθέρινος — νηπιοκόμος — απομακρύνω — κουζινάκι — προσανατολιστικός — άσφαλτωνω — αμυλοποιείο — αθύμιαστος — απολύτως — κολεόπτερα — διαπυούμαι — αφορισμός — κοκκινάδι — κομβιοδόχη — μοναδισμός — υπίατρος — μπεκρηλίκι — θεραπευτήριο — νταμουζλούκι — σερνικός |
|||