|
ο устричный садок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово устричный садок? — στρειδολόγος как с (ново)греческого переводится слово στρειδολόγος? — устричный садок — πασάρισμα — κανακάρης — τεσσαροκάντουνος — προσαυξάνω — γένι — πονεντογάρμπης — παράλιος — σταφίδιασμα — ακανόνιστον — ξαρρωστάω — διατυμπανισμός — μακαριώτατος — πανωλόβλητος — φωλίτσα — πανδαισία — αντρείος — σκοτεινιάζω — οπτιμισμός — γλιστρώ — γεροκόμιο — καταχραστής |
|||