Новогреческий словарь
επενέβην
επενέβην
αόρ. от επεμβαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επενέβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακιδοφόρος
—
χνουδάτος
—
προφυλακίζω
—
απόγευμα
—
φωνασκία
—
φαγεδαινισμός
—
γλίστρημα
—
άπτυχος
—
τσαντίλα
—
άθληση
—
αποταμιεύω
—
ενδυματολόγος
—
υπερπροστασία
—
σλοβάκικος
—
μεγαθυμία
—
αποδημώ
—
θεριζοαλωνιστικός
—
δράγμα
—
μαυρισμένος
—
ημίπαχος
—
αγαρμποσύνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве