|
бронзовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бронзовый? — προύντζινος как с (ново)греческого переводится слово προύντζινος? — бронзовый — οπάλι — κορνέττο — βραχνόφωνος — βροχή — ανομογενής — αστραποβολητό — τριήμερος — ενήμερος — Φράγκος — διάλυμα — ανοησία — ευφυολόγημα — σπαρτιατικός — περούκα — πιστοποιώ — δεσποτάτον — καπνοπαραγωγός — ατύχημα — υπερώο — εκρωσισμός — αναστατώνομαι |
|||