|
беременная (о живых существах женского пола) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беременная? — έγκυος как с (ново)греческого переводится слово έγκυος? — беременная — νοικοκυριό — αταλαιπώρητος — περισαίνω — βδέλυγμα — τουμπάνιασμα — Βαρυθυμία — αναφομοίωτος — διερμηνεία — αφιλοθεΐα — επινοημένος — μειράκιο — εξορία — μπέϊσσα — τσουκαλάδικο — μακρυνάρι — πρώτος — εξομοιωτικός — αλλάζω — ξυπολησιά — ελαφρόμυαλος — εκδοροσφαγέας |
|||