|
το прям., перен. бальзам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бальзам? — μπάλσαμο как с (ново)греческого переводится слово μπάλσαμο? — бальзам — βούληση — κλεπταποδόχος — απανθρωπία — διέγνωσα — φουσκί — κρατούντες — στύπωμα — τρισπήλαιος — ορθογραφικός — βαθυστόχαστα — χασομερώ — πασπατεύω — τιμωράω — γεροντόπαχα — καράφλας — καταγωγή — φεγγαρόφωτος — επιβήτωρ — Σατανάς — άνηθος — υποτρίζω |
|||