|
το рыхление (пашни) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыхление? — ψιλοχωμάτισμα как с (ново)греческого переводится слово ψιλοχωμάτισμα? — рыхление — σιρόπιασμα — κηρόπιττα — πεισματοσύνη — αμφιγνώμων — αναθαρρεύω — ανατάσσομαι — δείξη — δαμασκηνάτο — παντοτινός — στατικός — ασυμπαθής — κεφαλόδεμα — δασοτέχνης — βυρσοδεψείο — ελαφοπόδαρο — σιχαμάρα — λιποθυμία — αγγελοβλέπω — μεταλλαγμένος — κατηγορούμενο — υπογλυχαιμία |
|||