|
η шестьсот; καμμιά ~ — около шестисот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шестьсот? — εξακοσαριά как с (ново)греческого переводится слово εξακοσαριά? — шестьсот — βωλοδέρνομαι — ναυτοπρόσκοπος — αψόφητος — ψυχεράδα — νεραντζιά — σφάλαγγος — παστεριωμένος — φλαμούρι — φαλακροκόρακας — φαρμακεύω — βωλογύρισμα — διατειχίζω — κασίδι — ζωολογικός — ταραχώδης — εκζεματικός — κακόντυτος — προαύλιο — διέκπριση — ρηματικός — διαρρόφηση |
|||