παράσειο

формы словаβ
παράσειο
το вымпел



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вымпел? — παράσειο
как с (ново)греческого переводится слово παράσειο? — вымпел


ολιγανθρωπίακαθιερωμένοςφυρόςάθαφτοςαρχηγίςΔευτέρακαπνοθάλαμοςαλεξίβροχοαλτρουιστήςΕλβετόςβλήτογενέτειραλιγοστόςμηνιγγιτικόςμικροπρέπειαεννεακοσιάκιςαντιπλουτοκρατικόςμικροχημικόςπαρείσακτοςτέκτοναςξηραίνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit