|
το вымпел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вымпел? — παράσειο как с (ново)греческого переводится слово παράσειο? — вымпел — ολιγανθρωπία — καθιερωμένος — φυρός — άθαφτος — αρχηγίς — Δευτέρα — καπνοθάλαμος — αλεξίβροχο — αλτρουιστής — Ελβετός — βλήτο — γενέτειρα — λιγοστός — μηνιγγιτικός — μικροπρέπεια — εννεακοσιάκις — αντιπλουτοκρατικός — μικροχημικός — παρείσακτος — τέκτονας — ξηραίνω |
|||