|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πυκνοφούντωτος? — — ξαγρύπνισμα — ελεφαντουργίκή — συλλειτουργώ — πιί — προεκβολή — γυρεψιά — σταχτοκουλλούρα — άτοιχος — υδρευτικός — σίδερο — ζάρω — δελτοειδής — ακρινός — ευδαιμονισμός — κερασάκι — υπερνικώ — υποσκελισμός — ασχημάδα — βικία — εξάπλευρος — όμβρα |
|||