|
недавно посаженный (о растениях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недавно посаженный? — νεόφυτος как с (ново)греческого переводится слово νεόφυτος? — недавно посаженный — καταπιστεύω — αναφυτεύω — ηλεκτροπτικός — γοργοτάξιδος — βιδολόγι — ομοιόμορφον — θερμοδοχείον — σκυτάλη — ζωοθεϊσμός — βλαστικότητα — αποτερματίζω — ανεγερτικός — ράμφισμα — επίπλασμα — μπινελίκι — γεροκολασμένος — γραμματοφυλάκιο — ξεθωριασμένος — αλαζονικά — παράσπιτο — βαθυπράσινος |
|||