|
1) солёный; 2) соляной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солёный? — αλάτινος как на (ново)греческом будет слово соляной? — αλάτινος как с (ново)греческого переводится слово αλάτινος? — солёный, соляной — τρεμούλα — εμβολισμός — δασότοπος — αστραποόβλητος — δαμαστικός — περιπαικτικά — υλακή — αλληλοκαταγγέλλομαι — καρκινοβατώ — αλαφροσύνη — πονετικός — λαχανοπώλης — απιθανότητα — τρικινητήριος — αντιπροσωπευμένος — αλατότοπος — καφεόδεντρο — πονόκαρδος — διακορευτής — μεσημεριάτικος — εφημερίς |
|||