Новогреческий словарь
ωφέλεια
ωφέλεια
η
польза, выгода
;
βρήκα ~ απ' αυτό τό φάρμακο — [phrase]это лекарство пошло мне на пользу[/phrase]
;
δίνω (или προσπορίζω) ~ — приносить пользу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
польза
? —
ωφέλεια
как на
(ново)греческом
будет слово
выгода
? —
ωφέλεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωφέλεια
? — польза, выгода
#
(ново)греческий словарь
—
ασβολώνω
—
ομπρελλάς
—
γύμνωμα
—
εξωγαμία
—
αυτοσχέδια
—
καλοκαίριασμα
—
επιστολογράφος
—
υπερωκεάνειος
—
αθυρόστομος
—
απαραφύλακτος
—
μηλοβολάω
—
επίστομα
—
χαλκοτσούκαλο
—
κομπανία
—
σύμπαν
—
εμβαίνω
—
ενδεκάμηνον
—
βλογητό
—
χύλισμα
—
καθησυχάζω
—
στέκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве