Новогреческий словарь
διατείχισμα
διατείχισμα
το
стена, перегородка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стена
? —
διατείχισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
перегородка
? —
διατείχισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διατείχισμα
? — стена, перегородка
#
(ново)греческий словарь
—
κωμικοτραγικός
—
κουφοβράζω
—
λέβητας
—
αλλοχρωματισμός
—
κυριακάτικος
—
κλεισιάς
—
μονόκροτο
—
διδασκαλιστής
—
εκτυπωτής
—
παράκαμψη
—
αποκόψιμο
—
κοσμοθεωρία
—
σμήναρχος
—
αλλάζομαι
—
εξασθενητικός
—
οστεολογία
—
δηλητηριώδης
—
παλιρροιογράφος
—
ακυτταρικός
—
ηλιαστός
—
λιθοδομία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве