|
η замухрышка, заморыш (о женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замухрышка? — τσιμούχα как на (ново)греческом будет слово заморыш? — τσιμούχα как с (ново)греческого переводится слово τσιμούχα? — замухрышка, заморыш — γεώμορο — αρρενωπός — λαχαίνω — φιλέ — σύριγμα — χυλόπιττα — συγχορευτής — ξεσκλάβωμα — αρριβίστρια — παραμορφωτικός — φαγώσιμο — σουρτούκεμα — φαλαρίδα — ξεμανταλωμός — μεσσιανισμός — δεφτέρι — μικροτεχνία — λεοντή — άνιφτος — φακελοποιείο — κοπανάω |
|||