|
η влюбчивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюбчивость? — ερωτοληψία как с (ново)греческого переводится слово ερωτοληψία? — влюбчивость — σιδεράδικο — περιθάλπω — κεντητική — μέθεξη — αιμορραγία — συγκρούω — φλερτάρω — αμυντικότητα — αιματογενής — φωτοψευδαργυρογραφία — μελάνιασμα — απαλάμη — αποδίδω — μετάνιωμα — ανωνυμία — αρμένικα — διαβάθμιση — ζουρλαμάρα — αλλόπιστος — ατμοσφυρίχτρα — επείγοντα |
|||