Новогреческий словарь
αβλεπτώ
αβλεπτώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβλεπτώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πολυάσχολος
—
κερδοφόρως
—
ακόλλητος
—
υπομικροσκοπικός
—
ξεροψήνομαι
—
σπείρωμα
—
κωλοβαράω
—
γροθοκοπανώ
—
ζεματιστήρι
—
ασέβεια
—
θερμαντικός
—
υπεργαλακτία
—
ανθρακώνω
—
κατανίκηση
—
μοναχιάζομαι
—
επιστητός
—
γυψονάρθηκας
—
αιμοπλαστικός
—
αξιώνω
—
επισανιδώνω
—
μαθητόκοσμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве