|
ο 1) кучевое облако; 2) лог. сорит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кучевое облако? — σωρείτης как на (ново)греческом будет слово сорит? — σωρείτης как с (ново)греческого переводится слово σωρείτης? — кучевое облако, сорит — σκουτεράκι — επανεπίχωση — δογματίζω — αμαρκάλιστος — δαχτυλιδάκι — δύσοψος — λίκνιση — αφτέρουγος — ρόδακος — σκανδαλοθηρικός — περίτρανος — ανεκχώρητος — χαλίκωμα — τάσι — αντίπαλος — περισπώμαι — ελλανοδίκης — διευθύνομαι — αγροφιλία — πρεφαδόρος — προτεραίος |
|||