|
недавно построенный, новый; ~ο κτίριο (или σπίτι) — новостройка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недавно построенный? — νεόδμητος как на (ново)греческом будет слово новый? — νεόδμητος как с (ново)греческого переводится слово νεόδμητος? — недавно построенный, новый — εκατοστημόριο — συκοφαντία — αφεντικός — νεκροφάνεια — μαυροπίνακας — οικοκυρικός — νευρολογία — αχταπόδι — επιδοτήριο — ζεφύρι — σαλιάρα — έγκληση — ανταγιάντιστος — ενθουσιαστής — δαφνόκουκκο — όποτε — πλεύρισμα — καζουϊστική — ευέξαπτος — σχισμή — αντιβγαίνω |
|||