|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αιμοβόρικος? — — μουντζαλιά — νωχέλεια — ζάφτι — σάξ — ακολλάριστος — Θεοκυήτωρ — παραψαλιδίζω — μηχανοκατασκευή — μαϊμού — βουτηχτής — επιλογή — ριζόγαλο — προσαγωγός — φορέας — γαλουχία — ίαμα — ελαιουργία — μακροχρόνιος — κρασοβόλι — σκίαση — φλοιώδης |
|||