|
мор. марсовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово марсовый? — επιθωράκιος как с (ново)греческого переводится слово επιθωράκιος? — марсовый — κανίσκι — φτωχός — συρματόβουρτσα — μεγαλουσιάνος — πλύσιμο — δεκεμβριστές — ανθρωπάκος — αγελαδοτόμαρο — ύστερο — ιδεοκράτης — καμπανοειδής — ελέγχω — βάθια — αιφνιδιάζομαι — φραγκοραφτάδικο — πλειοψηφούσα — λιμένας — μετάγγιση — πολυτεχνείο — κοφφεΐνη — έπαυλη |
|||