Новогреческий словарь
καρπέτο
καρπέτο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρπέτο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χαμαιζηλία
—
αντιουδαϊσμός
—
μουτούλι
—
διαμοχλεύω
—
σφαλερός
—
χρυσολάτρης
—
διόρυξη
—
μηνάω
—
ματαιοσπουδία
—
αλλοτριογομία
—
δακτυλίδωση
—
απομνημονεύω
—
γενεαλογικός
—
εγκλιματισμός
—
κοκκινομανίταρο
—
γαλλομανής
—
χαυνώνω
—
ανθίζω
—
ξαλαφρωμένος
—
ρευστοποίηση
—
δαφνιακός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве