|
корона #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корона? — στέμμα как с (ново)греческого переводится слово στέμμα? — корона — εξαποδός — πλατέως — αστροβολώ — φακίρισσα — προβολέας — χαντούμης — σπουδοστής — ύπαρξη — αντιφεγγιά — ημιγονυπετής — συγκαταβατικότητα — ματαιοσπουδώ — γούβα — πολυχρονίζω — χαρτοθήκη — τοιχογραφία — αερόλιθος — νυχάκι — Ρουμανίδα — προεπίδοση — άγραπτος |
|||