|
η слюнявка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слюнявка? — σαλιαρίστρα как с (ново)греческого переводится слово σαλιαρίστρα? — слюнявка — νερουλιασμένος — παρήχηση — σφιχτοδένω — ατμοπλοία — μαστοπάθεια — τρυφεραίνω — ξεμπλέκω — σεβάσμιος — καθεστηκυία — κρεοηώλις — γάβαλο — κυλιστός — αναπόληση — πολυκαιρίζω — προσωπολατρεία — σφάκελος — διατειχίζω — ξεκαλτσώνω — αντιδημοτικότητα — πεντακοσαριά — πολυτεχνιούπολη |
|||