Новогреческий словарь
σαλιαρίστρα
σαλιαρίστρα
η
слюнявка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слюнявка
? —
σαλιαρίστρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαλιαρίστρα
? — слюнявка
#
(ново)греческий словарь
—
απολυμαντικό
—
ωλένη
—
ανώγειο
—
σακχαροφόρος
—
άχυρο
—
πυελοστομία
—
επισημοποίηση
—
ματαιολογώ
—
ανυδρία
—
μηδαμινός
—
χρώμιο
—
κεφαλάκι
—
προτρεπτικός
—
εξαγριωμένος
—
μπατάγια
—
φύλαξη
—
αυτοκόλληση
—
χαράκωση
—
βιογεωγραφία
—
λιποβαρές
—
απόσπερος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω