|
ο праправнук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово праправнук? — τρισέγγονος как с (ново)греческого переводится слово τρισέγγονος? — праправнук — μούτσουνο — διαιτήσιμος — σφένδαμνος — ενδοκρινολογικός — οπισθογράφηση — αναχασκίζω — τηλεομοιότυπο — χολκουργείο — ελλογιμότης — χρυσοφόρος — απειλή — προπονητικός — αντεποινώ — φευκτέος — μυριστικά — πιεστός — διψασμένος — αυλόσκαλα — σκληρόμετρο — ξαμώνω — πανικός |
|||