|
ο снабженец (по продовольствию); поставщик (продовольствия) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снабженец? — τροφοδότης как на (ново)греческом будет слово поставщик? — τροφοδότης как с (ново)греческого переводится слово τροφοδότης? — снабженец, поставщик — τσουκνίδα — μουρμουράω — ασφύριχτος — γλάκημα — χαρακτός — αναμεταξύ — αλατοζυγός — αστράφτω — τηλεκοντρόλ — ανοσία — γλάρωμα — δοντάκι — ελασματοποίηση — μελισσοκόφινο — μονοβασικός — απτέσι — αναγινώσκω — μεσοδρομής — στάση — αλλοτροπία — ασημότητα |
|||