|
το духота (в жаркий облачный день) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово духота? — νεφόκαμα как с (ново)греческого переводится слово νεφόκαμα? — духота — μικρόφυτο — διοικούμαι — ατροφοδότητος — βούλημα — ρεβιθοκεφτές — σωροτομελανίας — εικονόμετρο — αγιαστήρι — αλειμμένος — ωοσκόπιο — ιστορία — ξεπαρθένεμα — αιμοστατικός — ζωνάρα — ξυλάλευρο — θάμβος — οστεόφθιση — δερμάτωση — ρώ — αποδιδράσκω — αράζω |
|||