|
ο бот. лотос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лотос? — λωτός как с (ново)греческого переводится слово λωτός? — лотос — αυτοκτόνος — ψύχομαι — ανευφήμία — ροϊτό — αναπαραγωγή — δυσηλεκτραγωγός — ανανταπάντητος — χιλιοφορεμένος — πιατίνι — φαρδύς — φιλές — ατμοποίηση — απαλλαγμένος — πουτανίζω — κατιόν — ολόκληρος — ηλεκτροστατικός — μαχητικο — αναφούφουλος — περιφλεγής — μιά |
|||