|
определяться (в чем-л.); зависеть (от чего-л.); ~εται από πολλούς λόγους — [phrase]это зависит от ряда обстоятельств[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово определяться? — καθορίζομαι как на (ново)греческом будет слово зависеть? — καθορίζομαι как с (ново)греческого переводится слово καθορίζομαι? — определяться, зависеть — βρογχοδιασταλτικός — μαλακτός — σύριος — πολυτεντώνω — υφασμάτινος — ετεροφυλλία — μεγαλειότατος — καταχειροκροτούμαι — καρνέ — χρονογραφικός — μπάτσικα — απαστράπτω — κατονομάζω — εκπεταλώνοι — ψήγμα — θηλυπρεπής — περατζάδα — απόγαιος — ξυλομετρία — ιζηματογένεση — ανόρεχτος |
|||