|
ο дервиш #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дервиш? — ντερβίσης как с (ново)греческого переводится слово ντερβίσης? — дервиш — νειρεύομαι — τραμουντάνα — πίνω — άπρακτος — βραχυπρόθεσμα — απανωσάμαρα — εχθαίρω — ψυχοπονιάρικος — προκινδυνεύω — βουΐζω — μεταλλόφωνο — λοξεύω — λιθοειδής — αναπλαστικός — ατμοτουρμπίνα — πισινός — κατατρυπω — στοιχειώδης — κοντυλένιος — αποδιαλέγι — πρασιά |
|||