|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταματημένος? — — αδήν — αμμοχωσιά — εθνικιστικός — μπαμπαλής — πιδεξιότητα — αναμφίβολα — ορνιθοκομικός — μεταξότριχα — συμμαχήτρια — διαμοχλεύω — αβυσσώδης — δωδεκάχρονος — παράτολμος — δεντροκοπώ — βουτίνα — μεσημερίαζομαι — ρέκτις — πηδαλιουχείο — πετρελαιοπηγές — υπερθετικός — συνέπαθον |
|||