σταματημένος

формы словаβ
σταματημένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σταματημένος? —


αδήναμμοχωσιάεθνικιστικόςμπαμπαλήςπιδεξιότητααναμφίβολαορνιθοκομικόςμεταξότριχασυμμαχήτριαδιαμοχλεύωαβυσσώδηςδωδεκάχρονοςπαράτολμοςδεντροκοπώβουτίναμεσημερίαζομαιρέκτιςπηδαλιουχείοπετρελαιοπηγέςυπερθετικόςσυνέπαθον




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit