|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενοποιημένος? — — περμανάντ — πεντάωρο — πρωτοθυμάμαι — μηνιαίος — επιπροσθέτω — γλωσσίδι — απολιθώνω — ασφούγγιγος — οροσειρά — αρτεργάτης — γλυκομιλάω — αυταπόδειχτος — γερόντιο — οψιμος — ασώματος — ρεγουλάρισμα — ζεσταίνω — πεντατομικός — ισολογισμός — μαλαματένιος — μορτίτης |
|||