|
το эпифрагма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпифрагма? — επιφράγμα как с (ново)греческого переводится слово επιφράγμα? — эпифрагма — τσιτσέκι — εντεροπληγία — φαλκιδεύω — μαλαφράντζα — τοπικισμός — διαθρύπτω — τουαλέττα — ύπαρξη — υπηκοότητα — δυνητικός — στουμπώνομαι — μητροσκόπιο — νιοφούντωτος — αρκουδόμουτρο — ασβέστης — κυβερνητική — αντρίκειος — παχύς — ενυπόθηκος — νοσηρά — κοντοποδαρούσα |
|||