|
η : γεγωνυία τή φωνή — громогласно, громким голосом #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γεγωνυία? — — κορνάρω — οδονταλγία — παραδεισιακά — αποικιοκράτης — πετραδερός — αποστρατιωτικοποιώ — κοντυλογραμμένος — ανιδρύω — υδροχρωματίζω — ημιτελής — πυκνοφυτευμένος — εναρκτήριος — γκεστίζω — ιαματικός — ζητουλεύω — παραχαραγμένος — μετάνιωμός — πνιγμένος — οδός — εμπεριστατωμένος — οι |
|||