Новогреческий словарь
μελισσόπουλο
μελισσόπουλο
το 1)
молодая пчела
;
2) мн.ч.
детва
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молодая пчела
? —
μελισσόπουλο
как на
(ново)греческом
будет слово
детва
? —
μελισσόπουλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μελισσόπουλο
? — молодая пчела, детва
#
(ново)греческий словарь
—
ξεστουπωτήρι
—
βοτανολογικός
—
καπνοχώραφο
—
σιόρα
—
ανάκλαση
—
εκκαυματίζω
—
διόπτευση
—
ζαπιές
—
δήποτε
—
σάλιαγκας
—
ρασιστικός
—
γλιδιάζω
—
στιγματισμός
—
διαπεραστικά
—
σκηνοφύλακας
—
παλιομοδίτης
—
πρωτοτρώγω
—
σουρντιστικός
—
μαγκουρώνω
—
παρακεί
—
ερτσιανά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве