|
спешиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спешиваться? — ξεπεζεύω как с (ново)греческого переводится слово ξεπεζεύω? — спешиваться — χάφτω — ράγα — πασάρισμα — αναδαυλίζω — ομιλουμένη — ταξινομία — εξελαύνω — διπλασιάζω — σακχαρωτόν — αυλακωτήρας — αστάλακτος — καλ(ο)- — παρέρχομαι — μονοπολικός — μπελντές — θεσμοθεσία — μπουκάλα — τυρέμπορος — χωρίον — ετερονομία — σαλάμι |
|||