Новогреческий словарь
αγγελιοδότης
αγγελιοδότης
ο
тот(__,__) кто даёт объявление
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто даёт объявление
? —
αγγελιοδότης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγγελιοδότης
? — тот, кто даёт объявление
#
(ново)греческий словарь
—
σύναρση
—
αποκατασταίνω
—
μύρτιλο
—
μικροαστισμός
—
κλάδωμα
—
πεσιμιστικός
—
αμφιδέξια
—
βασταχτός
—
δασύμαλλος
—
αξιοποίηση
—
αδολέσχης
—
χουλιάρα
—
λειχηνιάρης
—
ναυτώνας
—
ανεξαρτησία
—
σίγουρος
—
κανονιοφόρος
—
ονοματοπαίγνιον
—
στοργικός
—
κύτταγμα
—
σπιρούνιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве