|
геод. тахеометрический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тахеометрический? — ταχυμετρικός как с (ново)греческого переводится слово ταχυμετρικός? — тахеометрический — εξιδανικευτικός — δίαιτα — αθλοθετώ — πίνος — φρούρηση — αγελαδοτρόφος — κελάρισσα — κανονιέρα — βιντεοταινία — λαομίσητος — περιτριγύρισμα — μπούρτζι — μυστικά — μελαγχολώ — γκραβορίτης — ξεψειρίζω — αποκομμένος — απαράγγελτα — απονοικοκυρά — συγχωρήσιμος — επακουμβητήριον |
|||