δυχατέρα

формы словаβ
δυχατέρα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово δυχατέρα? —


χλωριούχοςαφρογενήςερεονητέοςπυρωτικόςαποστοματικούκάλλιαραδιουργίαπρωτάκουστοςαναπαυτικόςδυσαρίθμητοςαπροχώρητοςμπαστούνιγυναίκήσιοςμεθεόρτιασοφιστήςαντιφεμινισμόςπολύξεροςάδικαπενταετηρίδαυπνογόνοςπαγοθραύστης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit