|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δυχατέρα? — — χλωριούχος — αφρογενής — ερεονητέος — πυρωτικός — αποστοματικού — κάλλια — ραδιουργία — πρωτάκουστος — αναπαυτικός — δυσαρίθμητος — απροχώρητος — μπαστούνι — γυναίκήσιος — μεθεόρτια — σοφιστής — αντιφεμινισμός — πολύξερος — άδικα — πενταετηρίδα — υπνογόνος — παγοθραύστης |
|||